- ἱγμένος
- ἱ̱γμένος , ἱκνέομαιcomeperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραμπουλίζω — ισα και ιξα, ίστηκα, ισμένος και ιγμένος, εξαρθρώνω πόδι ή χέρι: Παραπάτησα και στραμπούλιξα το πόδι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)